αδιαίρετος

αδιαίρετος
-η, -ο (Α ἀδιαίρετος, -ον)
1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος
2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο
αδυναμία προς διαίρεση ή μερισμό, αδιαιρετότητα
2. (επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διαιρετός < διαιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαιρεσία, αδιαιρετότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιαίρετος — undivided masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαίρετος — η, ο 1. αυτός που δε διαιρέθηκε, δεν κομματιάστηκε: Το κτήμα και μετά το θάνατο του πατέρα τους έμεινε αδιαίρετο. 2. αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί: Το πρόβλημα είναι ένα και αδιαίρετο. 3. ως νομ. όρος: κυριότητα «εξ αδιαιρέτου», όταν πολλοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαιρέτως — ἀδιαίρετος undivided adverbial ἀδιαίρετος undivided masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαίρετον — ἀδιαίρετος undivided masc/fem acc sg ἀδιαίρετος undivided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαιρέτοις — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαιρέτου — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαιρέτους — ἀδιαίρετος undivided masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαιρέτων — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαιρέτῳ — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαίρετα — ἀδιαίρετος undivided neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”